πεντάλεπτο(ν)
Смотреть что такое "πεντάλεπτο(ν)" в других словарях:
πεντάλεπτος — η, ο 1. αυτός που έχει διάρκεια πέντε πρώτων λεπτών τής ώρας («πεντάλεπτο διάλειμμα) 2. αυτός που αξίζει πέντε λεπτά τής δραχμής 3. το ουδ. ως ουσ. το πεντάλεπτο μεταλλικό νόμισμα αξίας πέντε λεπτών, η πεντάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + λεπτός… … Dictionary of Greek
πεντάλεπτος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί 5 λεπτά της ώρας: Η πεντάλεπτη διαφήμιση προϊόντος από την τηλεόραση κοστίζει πολύ ακριβά. 2. αυτός που έχει αξία 5 λεπτών του ευρώ: Πεντάλεπτο χαρτόσημο. 3. το ουδ. ως ουσ., πεντάλεπτο, το νομισματική υποδιαίρεση αξίας… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οβολός — Αρχαίο ελληνικό ασημένιο νόμισμα, ίσο με το ένα έκτο της δραχμής. Η ονομασία ο. αποτελεί διάφορο τύπο της λέξης οβελός με την οποία, πριν από την εμφάνιση του νομίσματος, χαρακτηρίζονταν τα σιδερένια σουβλιά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες … Dictionary of Greek